- αφίδρωσις
- (-εως) η потение, выделение пота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφίδρωσις — ἀφίδρωσις, η (Α) [αφιδρώ] εφίδρωση, ίδρωμα … Dictionary of Greek
ἀφιδρώσεις — ἀφίδρωσις sweating off fem nom/voc pl (attic epic) ἀφίδρωσις sweating off fem nom/acc pl (attic) ἀφιδρόω sweat off aor subj act 2nd sg (epic) ἀφιδρόω sweat off fut ind act 2nd sg ἀ̱φιδρώσεις , ἀφιδρόω sweat off futperf ind act 2nd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιδρώσεσι — ἀφίδρωσις sweating off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιδρώσεσιν — ἀφίδρωσις sweating off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιδρώσεων — ἀφιδρώσεω̆ν , ἀφίδρωσις sweating off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιδρώσεως — ἀφιδρώσεω̆ς , ἀφίδρωσις sweating off fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιδρώσῃ — ἀφιδρώσηι , ἀφίδρωσις sweating off fem dat sg (epic) ἀφιδρόω sweat off aor subj mid 2nd sg ἀφιδρόω sweat off aor subj act 3rd sg ἀφιδρόω sweat off fut ind mid 2nd sg ἀ̱φιδρώσῃ , ἀφιδρόω sweat off futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱φιδρώσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)